- φρενιτικός
- η , ό[ν] безумный, неистовый, яростный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρενιτικός — suffering from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενιτικός — ή, ό / φρενιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φρενῑτις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις 2. αυτός που πάσχει από φρενίτιδα αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φρενιτικά (ενν. νοσήματα) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες … Dictionary of Greek
φρενιτικά — φρενιτικός suffering from neut nom/voc/acc pl φρενιτικά̱ , φρενιτικός suffering from fem nom/voc/acc dual φρενιτικά̱ , φρενιτικός suffering from fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενιτικῶν — φρενιτικός suffering from fem gen pl φρενιτικός suffering from masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενιτικόν — φρενιτικός suffering from masc acc sg φρενιτικός suffering from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενιτικαῖς — φρενιτικός suffering from fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενιτικαί — φρενιτικός suffering from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενιτικοῖς — φρενιτικός suffering from masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενιτικοῖσι — φρενιτικός suffering from masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενιτικοῖσιν — φρενιτικός suffering from masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενιτικοί — φρενιτικός suffering from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)